17/9/2017
Έξι η ώρα το πρωί και ο κυρ Δημητρός ετοιμάζει το γαϊδουράκι
του στο στάβλο της αυλής για να πάει στα χωράφια. Αγρότης, που ήρθε με τη
γυναίκα του στον Ωρωπό από τον Πόντο. Μια πονεμένη ιστορία ξεριζωμού που μας
είχε διηγηθεί πολλές φορές η γυναίκα του, η κυρά Σιμέλα. Κάθε μέρα, εκτός απ
την Κυριακή, το ίδιο δρομολόγιο. Κάπου
πέντε χιλιόμετρα δρόμο να πας και άλλα τόσα να γυρίσεις. Επέστρεφε
κατάκοπος αργά το μεσημέρι και αυτός και το γαϊδουράκι που ήταν φορτωμένο με
σοδειά. Η γυναίκα του τον περίμενε ανήσυχη όταν εκείνος αργούσε για κάποιο
λόγο, μα τον υποδεχόταν πάντα με χαρά
και εκδηλώσεις αγάπης. Πέντε παιδιά μεγάλωσαν οι δυο τους. Παππούδες με εγγόνια
πια! Δίπλα στο στάβλο το κοτέτσι με τα κακαρίσματα και τα
φρέσκα αυγά που κάποιες φορές τα μαζεύαμε εμείς τα παιδιά. Στην αυλή και η
κληματαριά και από κάτω η βρυσούλα. Εκεί πλέναμε τα χέρια και δροσίζαμε το
πρόσωπό μας τα καλοκαίρια. Και το νερό που περίσσευε πότιζε τον μυρωδάτο δυόσμο
που απλωνόταν στη βάση της βρύσης. Να και ο ξυλόφουρνος! Στην αυλή, φυσικά, και
η… όπως λέμε σήμερα, τουαλέτα. Ο φράχτης της αυλής χτισμένος με πέτρες και η μεγάλη πόρτα από
ξύλινες τάβλες με χοντρούς μεντεσέδες. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας εδώ στο
σπίτι η κυρά Σιμέλα με τις ασχολίες του νοικοκυριού. Όλα περνούσαν απ τα χέρια
της τα ακούραστα κι ας είχαν αρχίσει να
υποφέρουν απ’ τ’ αρθριτικά. Με το στάρι της παραγωγής τους έφτιαχνε αλεύρι με
τις μυλόπετρες. Τις έβαζε πάνω σ’ένα χοντρό σεντόνι απλωμένο στο τσιμεντένιο
δάπεδο της αυλής. Εκεί καθισμένη έριχνε
με τη χούφτα της το στάρι ,γύριζε τη μυλόπετρα και έπεφτε γύρω το αλεύρι. Μ’αυτό έκανε χυλοπίτες και τραχανά
και τα άπλωνε σ’ένα τραπέζι εκεί στην κληματαριά που το είχε πρώτα στρώσει μ’
ένα καθαρό τραπεζομάντηλο, και περίμενε
να στεγνώσουν σκεπασμένα μ’ένα μεγάλο τουλουπάνι. Κάθε δεκαπέντε μέρες ζύμωνε
και έψηνε ψωμί στον ξυλόφουρνο. Τότε μοσχομύριζε όλη η αυλή! Για μας ,τα παιδιά
έπλαθε μικρά στρογγυλά ψωμάκια που περιμέναμε με ανυπομονησία πότε θα τα φάμε
ζεστά, αχνιστά. Έπηζε και τυρί και το κρεμούσε στο υπόγειο του σπιτιού σ’ένα
χώρο σαν μεγάλο ψυγείο όπου αποθήκευε το αλεύρι και τα αποξηραμένα λαχανικά για
το χειμώνα. Την θαύμαζα γιατί έκανε όλες αυτές τις δουλειές και μαγείρευε και έραβε
και έπλεκε αλλά είχε και χρόνο να μας διηγείται τα απογεύματα, όπως σας είπα,
ιστορίες από το παρελθόν της και τις δύσκολες μέρες της νιότης της. Βγαίνοντας
από την πόρτα της αυλής και στην άκρη του δρόμου ήταν η βρύση για όλους τους
περαστικούς. Εκεί πότιζαν και τα γαϊδουράκια τους. Γέμιζαν τον μεταλλικό κουβά
με φρέσκο νερό και τα διψασμένα γαϊδουράκια το καλοκαίρι έπιναν με ευχαρίστηση
ανασηκώνοντας τα μεγάλα τους χείλη. Με το γαϊδουράκι τους φορτωμένο περνούσαν
και οι μανάβηδες της εποχής και πουλούσαν φρούτα και λαχανικά και οι ψαράδες
ψάρια. Όλα από την παραγωγή στην κατανάλωση! Γλυκές αναμνήσεις από τον Ωρωπό
του 1960 , Σκαλαίοι και Παλατιανοί, ένα μεγάλο χωριό με χωματόδρομους και
όμορφη παραλία και θάλασσα πλούσια σε
ζωντανά κοχύλια, σπάρους αλλά και χταπόδια.
Α.Π.